- δορύξενος
- δορύξενος, ο, η (Α)1. αυτός που αιχμαλωτίστηκε και ύστερα έγινε φίλος τού εχθρού του2. σύντροφος στη μάχη, πιστός φίλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δορύξενος — spear friend masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυξένοις — δορύξενος spear friend masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυξένου — δορύξενος spear friend masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυξένους — δορύξενος spear friend masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυξένων — δορύξενος spear friend masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορύξενοι — δορύξενος spear friend masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορύξενον — δορύξενος spear friend masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИНОСТРАНЕЦ — • Ξένος. Положение иностранцев, т. е. свободных неграждан, было различно в разных греческих государствах. Спартанцы, напр., не допускали продолжительного пребывания или, по крайней мере, оседлости чужестранцев (ξενηλασία), афиняне же… … Реальный словарь классических древностей
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek